- καπνοβάτης
- καπνο-βάτης [pron. full] [βᾰ], ου, ὁ, epith. of a pastoral people, dub. in Posidon. 104J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνοβάται — καπνοβάτης masc nom/voc pl καπνοβάτᾱͅ , καπνοβάτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοβάτας — καπνοβάτᾱς , καπνοβάτης masc acc pl καπνοβάτᾱς , καπνοβάτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek